Τοξική νοσταλγία, από τον Πούτιν στον Τραμπ και στα Kονβόι Φορτηγών

Ναόμι Κλάιν*

Ο πόλεμος αναδιαμορφώνει τον κόσμο μας. Θα αξιοποιήσουμε αυτήν την επείγουσα συνθήκη για κλιματική δράση ή θα υποκύψουμε σε μια τελική, θανατηφόρα επάνοδο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου;

Image ©2014 Chris Yakimov

Η Νοσταλγία για την αυτοκρατορία της Ρωσίας είναι αυτό που φαίνεται να οδηγεί τον Βλαντιμίρ Πούτιν, καθώς και η επιθυμία να ξεπεράσει την ντροπή της τιμωρητικής οικονομικής θεραπείας σοκ που επιβλήθηκε στη Ρωσία στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η νοσταλγία για το αμερικανικό «μεγαλείο» είναι μέρος του κινήματος που εξακολουθεί να ηγείται ο Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και η επιθυμία να ξεπεραστεί η ντροπή της αναγκαίας αντιμετώπισης των κακουργημάτων της λευκής υπεροχής, η οποία είναι υπεύθυνη για την ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών και συνεχίζει να την ακρωτηριάζει ακόμα.

Η νοσταλγία είναι επίσης αυτό που εμψυχώνει τους Καναδούς φορτηγατζήδες που κατέλαβαν την Οτάβα για το μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενου μήνα, κρατώντας στα χέρια τους ερυθρόλευκες σημαίες σαν στρατός κατακτητών, θυμίζοντας μια πιο απλή εποχή όπου η συνείδησή τους δεν ενοχλούνταν από σκέψεις για τα πτώματα  των παιδιών των ιθαγενών, τα λείψανα των οποίων εξακολουθούν να ανακαλύπτονται στους χώρους αυτών των γενοκτόνων ιδρυμάτων που κάποτε τολμούσαν να αυτοαποκαλούνται «σχολεία».

Αυτή δεν είναι η ζεστή και άνετη νοσταλγία των θολών παιδικών απολαύσεων αλλά μια οργισμένη και εξολοθρευτική νοσταλγία που προσκολλάται σε ψεύτικες αναμνήσεις περασμένων μεγαλείων, ενάντια σε όλα τα στοιχεία που τα αμφισβητούν.

Όλα αυτά τα κινήματα και πρόσωπα που βασίζονται στη νοσταλγία μοιράζονται μια λαχτάρα για κάτι άλλο, κάτι που μπορεί να φαίνεται άσχετο αλλά δεν είναι. Μια νοσταλγία για την εποχή που τα ορυκτά καύσιμα μπορούσαν να εξορυχθούν από τη γη χωρίς δυσάρεστες σκέψεις μαζικής εξαφάνισης, ή παιδιών που απαιτούν το δικαίωμά τους για ένα μέλλον, ή εκθέσεων της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή, όπως αυτή που μόλις κυκλοφόρησε χθες, η οποία περιγράφει, σύμφωνα με τα λόγια του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες, έναν «άτλαντα ανθρώπινου πόνου και μια ντροπιαστική καταδίκη της αποτυχημένης ηγεσίας για το κλίμα».

Ο Πούτιν, φυσικά, ηγείται ενός πετρελαιο-κράτους, το οποίο αρνήθηκε προκλητικά να διαφοροποιήσει την οικονομική εξάρτησή του από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, παρά τις καταστροφικές επιπτώσεις που έχει στον λαό η αστάθεια των τιμών των εμπορευμάτων και παρά την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής. Ο Τραμπ έχει εμμονή με τα εύκολα χρήματα που προσφέρουν τα ορυκτά καύσιμα και ως πρόεδρος αρνήθηκε να υπογράψει την παύση της εξόρυξης υδρογοναθράκων φανερώνοντας ξεκάθαρα την πολιτική του.

Οι Καναδοί φορτηγατζήδες, από την πλευρά τους, όχι μόνο επέλεξαν να ακινητοποιήσουν τις 18-τροχες νταλίκες τους και να χρησιμοποιήσουν μπιτόνια πετρελαίου ως σύμβολα της διαμαρτυρίας τους, αλλά η ηγεσία του κινήματος έχει τις ρίζες της στο εξαιρετικά βρώμικο κοίτασμα πετρελαίου που βρίσκεται στην ασφαλτούχο άμμο της Αλμπέρτα. Πριν από το «κονβόι της ελευθερίας», πολλοί από αυτούς τους ίδιους παίκτες οργάνωσαν το 2019 την διαμαρτυρία γνωστή ως United We Roll, ένα κονβόι που συνδύαζε την ένθερμη υπεράσπιση των πετρελαιαγωγών, την αντίθεση στην τιμολόγηση του άνθρακα, την αντιμεταναστευτική ξενοφοβία και τη ρητή νοσταλγία για έναν λευκό, χριστιανικό Καναδά.

Αν και τα πετροδόλαρα υποβοηθούν αυτούς τους παίκτες και τις κοινωνικές δυνάμεις, πρέπει οπωσδήποτε να κατανοήσουμε ότι το πετρέλαιο είναι ο θεμέλιος λίθος μιας ευρύτερης κοσμοθεωρίας, μια κοσμολογίας βαθιά συνυφασμένης με το Manifest Destiny (Έκδηλο Πεπρωμένο) και το Δόγμα της Ανακάλυψης, το οποίο κατέταξε την ανθρώπινη αλλά και μη ανθρώπινη ζωή μέσα σε μια άκαμπτη ιεραρχία, με τους λευκούς Χριστιανούς στην κορυφή της. Το πετρέλαιο, σε αυτό το πλαίσιο, είναι το σύμβολο των εξορυκτικών νοοτροπιών: όχι μόνο ένα θεωρούμενο θεϊκό δικαίωμα να συνεχίσουν να εξάγουν ορυκτά καύσιμα, αλλά και το δικαίωμα να συνεχίσουν να παίρνουν ό, τι θέλουν, να ρυπαίνουν και να μην κοιτάζουν ποτέ πίσω.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ταχέως εξελισσόμενη κλιματική κρίση δεν αποτελεί μόνο οικονομική απειλή για τους ανθρώπους που επενδύουν στους εξορυκτικούς τομείς, αλλά και κοσμολογική απειλή για τους ανθρώπους που επενδύουν σε αυτήν την κοσμοθεωρία. Επειδή η κλιματική αλλαγή είναι η Γη που μας λέει ότι τίποτα δεν είναι δωρεάν· ότι η εποχή της (λευκής, ανδρικής) ανθρώπινης «κυριαρχίας» έχει τελειώσει- ότι δεν υπάρχει μονόδρομη σχέση, σχέση που να εμπεριέχει μόνο το λαβείν,· ότι όλες οι πράξεις έχουν αντιδράσεις. Αυτοί οι αιώνες εκσκαφών  απελευθερώνουν τώρα δυνάμεις που κάνουν ακόμη και τις πιο ανθεκτικές δομές που δημιουργούνται από τις βιομηχανικές κοινωνίες — παράκτιες πόλεις, αυτοκινητοδρόμους, εξέδρες άντλησης πετρελαίου — να φαίνονται ευάλωτες και εύθραυστες. Και μέσα στην νοοτροπία της εξόρυξης, αυτό είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτό.

Δεδομένων των κοινών κοσμολογιών τους, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Πούτιν, ο Τραμπ και τα «κονβόι ελευθερίας» προσεγγίζουν ο ένας τον άλλο σε ανόμοιες γεωγραφικές περιοχές και εξαιρετικά διαφορετικές συνθήκες. Έτσι, ο Τραμπ επαινεί το «ειρηνικό κίνημα πατριωτών φορτηγατζήδων, εργαζομένων και οικογενειών του Καναδά που διαμαρτύρονται για τα πιο βασικά δικαιώματα και τις ελευθερίες τους». Ο Τάκερ Κάρλσον και ο Στιβ Μπάνον επευφημούν τον Πούτιν ενώ οι φορτηγατζήδες φορούν τα MAGA καπέλα τους. Ο Randy Hillier, μέλος του νομοθετικού σώματος του Οντάριο, ο οποίος είναι ένας από τους ισχυρότερους υποστηρικτές αυτής της νηοπομπής, δηλώνει στο Twitter ότι «Πολύ περισσότεροι άνθρωποι έχουν ήδη πεθάνει και θα πεθάνουν από τα εμβόλια Covid, παρά στον πόλεμο Ρωσίας/Ουκρανίας». Και τι θα λέγατε για ένα εστιατόριο του Οντάριο που την περασμένη εβδομάδα έβαλε στον καθημερινό πίνακα του μενού του την ανακοίνωση ότι ο Πούτιν «δεν καταλαμβάνει την Ουκρανία» αλλά αντιστέκεται στο Great Reset (Μεγάλη Επαναρρύθμιση), τους Σατανιστές και «αγωνίζεται ενάντια στην υποδούλωση της ανθρωπότητας». 

Αυτές οι συμμαχίες φαίνονται αρχικά πολύ περίεργες και απίθανες. Αλλά κοιτάξτε λίγο πιο προσεχτικά, και είναι σαφές ότι συνδέονται μεταξύ τους στη στάση τους απέναντι στον χρόνο, μια στάση που προσκολλάται σε μια εξιδανικευμένη εκδοχή του παρελθόντος και αρνείται σταθερά να αντιμετωπίσει δύσκολες αλήθειες για το μέλλον. Επίσης και οι δύο απολαμβάνουν την άσκηση «ωμής» δύναμης: οι νταλίκες εναντίον του πεζού, η κραυγαλέα κατασκευασμένη πραγματικότητα σε αντίθεση με την προσεκτική επιστημονική έκθεση, το πυρηνικό οπλοστάσιο εναντίον του πολυβόλου. Αυτή είναι η δυναμική που αυτή τη στιγμή αυξάνεται σε πολλούς διαφορετικούς τομείς, ξεκινώντας πολέμους, που επιτίθεται σε θεσμούς διακυβέρνησης και αποσταθεροποιεί προκλητικά τα συστήματα υποστήριξης της ζωής στον πλανήτη μας. Αυτό είναι το σύστημα αξιών στη ρίζα τόσων πολλών δημοκρατικών και γεωπολιτικών κρίσεων και της κλιματικής κρίσης: μια βίαιη προσκόλληση σε ένα τοξικό παρελθόν και μια άρνηση αντιμετώπισης ενός πιο σύνθετου και αλληλένδετου μέλλοντος, το οποίο οριοθετείται μέσα από το τι μπορούν να αντέξουν οι άνθρωποι και ο πλανήτης. Είναι μια καθαρή έκφραση αυτού που η Μπελ Χουκς περιέγραφε συχνά, με ένα παιχνιδιάρικο κλείσιμο του ματιού, ως «ιμπεριαλιστική λευκή-ρατσιστική καπιταλιστική πατριαρχία» — επειδή μερικές φορές χρειάζονται όλα τα μεγάλα όπλα για να περιγράψουν τον κόσμο μας με ακρίβεια.

Το πιο επείγον πολιτικό καθήκον είναι να ασκηθεί αρκετή πίεση στον Πούτιν ώστε να δει την εγκληματική εισβολή του στην Ουκρανία ως πολύ επικίνδυνη για να την διατηρήσει. Αλλά αυτό είναι το ελάχιστο για αρχή. «Υπάρχουν ευκαιρίες για την εξασφάλιση ενός βιώσιμου μέλλοντος για τον πλανήτη που έχουν ημερομηνία λήξης», δήλωσε ο Χανς-Ότο Πόρτνερ, συμπρόεδρος της ομάδας εργασίας της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή, η οποία διοργάνωσε την έκθεση ορόσημο που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα. Εάν υπάρχει ένα ενωτικό πολιτικό καθήκον της εποχής μας, είναι να δώσουμε μια ολοκληρωμένη απάντηση σε αυτή την πυρκαγιά τοξικής νοσταλγίας. Και μέσα σε έναν σύγχρονο κόσμο που γεννήθηκε μέσα από τη γενοκτονία και τη στέρηση, αυτό απαιτεί να παρουσιάσουμε ένα όραμα για ένα μέλλον στο οποίο δεν έχουμε ποτέ βρεθεί.

Η ηγεσία των διαφόρων χωρών μας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν είναι καθόλου κοντά στην αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης. Ο Πούτιν και ο Τραμπ είναι οπισθοδρομικές, νοσταλγικές  φιγούρες και έχουν άφθονη παρέα στη σκληρή δεξιά. Ο Jair Bolsonaro εξελέγη παίζοντας με την νοσταλγία για την εποχή της στρατιωτικής διακυβέρνησης της Βραζιλίας και οι Φιλιππίνες είναι ανησυχητικά έτοιμες να εκλέξουν τον Ferdinand Marcos Jr. ως επόμενο πρόεδρό τους, τον γιο του εκλιπόντος δικτάτορα που λεηλάτησε και τρομοκράτησε το έθνος του κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Αλλά αυτό δεν είναι μόνο μια κρίση της δεξιάς. Πολλοί που κρατάνε τα λάβαρα του φιλελευθερισμού είναι επίσης βαθιά νοσταλγικοί , προσφέροντας ως αντίδοτα στον διογκούμενο φασισμό τίποτα άλλο παρά ξαναζεσταμένο νεοφιλελευθερισμό, ανοιχτά ευθυγραμμισμένο με τα αρπακτικά εταιρικά συμφέροντα (από τη Big Pharma έως τις μεγάλες τράπεζες) που έχουν καταστρέψει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων. Ο Τζο Μπάιντεν εξελέγη με την παρήγορη υπόσχεση της επιστροφής στη κανονικότητα της προ-Τραμπ εποχής. Δεν πειράζει που αυτό ήταν το ίδιο έδαφος στο οποίο μεγάλωσε ο Τραμπισμός. Ο Τζάστιν Τρουντό είναι η νεότερη εκδοχή της ίδιας παρόρμησης: μια ρηχή, οικονομική ηχώ του πατέρα του, του εκλιπόντος Καναδού πρωθυπουργού Πιέρ Έλιοτ Τρουντό. Το 2015, η πρώτη δήλωση του Trudeau Jr. στην παγκόσμια σκηνή ήταν «Ο Καναδάς επέστρεψε”». Ενώ η δήλωση του  Μπάιντεν, πέντε χρόνια αργότερα ήταν  «η Αμερική επέστρεψε, έτοιμη να ηγηθεί του κόσμου».

Δεν θα νικήσουμε τις δυνάμεις της τοξικής νοσταλγίας με αυτές τις αδύναμες δόσεις οριακά λιγότερο τοξικής νοσταλγίας. Δεν αρκεί να μένουμε στο παρελθόν. Χρειαζόμαστε απεγνωσμένα το καινούργιο. Τα καλά νέα είναι ότι γνωρίζουμε πώς είναι να πολεμάμε τις δυνάμεις που επιτρέπουν την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, τον δεξιό ψευδο-λαϊκισμό και την κατάρρευση του κλίματος ταυτόχρονα. Μοιάζει πολύ με μια Πράσινη Νέα Συμφωνία, ένα πλαίσιο για να ξεφύγουμε από τα ορυκτά καύσιμα επενδύοντας σε ουσιαστικές, συλλογικές θέσεις εργασίας που υποστηρίζουν οικογένειες, όπως είναι η κατασκευή πράσινων, οικονομικά προσιτών κατοικιών και καλών σχολείων, ξεκινώντας πρώτα από τις πιο συστηματικά εγκαταλελειμμένες και μολυσμένες κοινότητες. Και αυτό απαιτεί απομάκρυνση από τη φαντασίωση της απεριόριστης ανάπτυξης και επένδυση στην εργασία της φροντίδας και της επιδιόρθωσης.

Η Νέα Πράσινη Συμφωνία — ή η Νέα Κόκκινη, Μαύρη και Πράσινη Συμφωνία — είναι η καλύτερη ελπίδα μας για την οικοδόμηση ενός ισχυρού πολυφυλετικού συνασπισμού της εργατικής τάξης, ο οποίος  θα βασίζεται στην εξεύρεση κοινού εδάφους πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές. Τυχαίνει επίσης να είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποκοπούν τα πετροδολάρια που ρέουν σε ανθρώπους όπως ο Πούτιν, καθώς οι πράσινες οικονομίες που έχουν νικήσει τον εθισμό στην ατελείωτη ανάπτυξη δεν χρειάζονται εισαγόμενο πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Και είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο κόβουμε το οξυγόνο στον ψευδο-λαϊκισμό των Τραμπ/Κάρλσον/Μπάνον, των οποίων οι βάσεις διευρύνονται επειδή είναι πολύ καλύτερες στην αξιοποίηση της οργής που απευθύνεται στις ελίτ του Νταβός από τους Δημοκρατικούς, των οποίων οι ηγέτες, ως επί το πλείστον, ανήκουν σε αυτές τις ελίτ.

Η εισβολή της Ρωσίας υπογραμμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα αυτού του είδους του πράσινου μετασχηματισμού, αλλά προκαλεί επίσης νέες προκλήσεις. Πριν αρχίσουν να λειτουργούν τα ρωσικά άρματα μάχης, ακούγαμε ήδη ότι ο καλύτερος τρόπος για να σταματήσει η επιθετικότητα του Πούτιν είναι να αυξήσει την παραγωγή ορυκτών καυσίμων στη Βόρεια Αμερική. Μέσα σε λίγες ώρες από την εισβολή, κάθε έργο πυρπόλησης του πλανήτη που το κίνημα της κλιματικής δικαιοσύνης είχε καταφέρει να εμποδίσει την τελευταία δεκαετία επέστρεψε βίαια στο τραπέζι από δεξιούς πολιτικούς και φιλικούς προς τη βιομηχανία ειδήμονες: κάθε ακυρωμένος πετρελαιαγωγός, κάθε τερματικός σταθμός εξαγωγής αερίου, κάθε προστατευόμενο πεδίο ρωγμής, κάθε όνειρο γεώτρησης στην Αρκτική. Δεδομένου ότι η πολεμική μηχανή του Πούτιν χρηματοδοτείται με πετροδολάρια, η λύση που μας λένε είναι να τρυπήσουμε, να εξορύξουμε και να μεταφέρουμε περισσότερο δικό μας πετρέλαιο.

Όλα αυτά είναι μια καταστροφική καπιταλιστική παρωδία του είδους για το οποίο έχω γράψει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν. Πρώτον, η Κίνα θα συνεχίσει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στον σχιστόλιθο Marcellus ή στο κοίτασμα  ασφαλτούχου άμμου της Αλμπέρτα. Δεύτερον, τα χρονοδιαγράμματα αποτελούν ψευδαίσθηση. Δεν υπάρχει βραχυπρόθεσμο παιχνίδι ορυκτών καυσίμων. Κάθε ένα από τα έργα που προβάλλονται  ως λύση στην εξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα θα χρειαστούν χρόνια για να έχουν αντίκτυπο και, προκειμένου το βαθύ κόστος τους να έχει νόημα οικονομικά, τα έργα θα πρέπει να παραμείνουν σε λειτουργία για δεκαετίες, αψηφώντας τις ολοένα και πιο απελπισμένες προειδοποιήσεις που λαμβάνουμε από την επιστημονική κοινότητα.

Αλλά φυσικά η πίεση για νέα έργα ορυκτών στη Βόρεια Αμερική δεν έχει να κάνει με τη βοήθεια των Ουκρανών ή την αποδυνάμωση του Πούτιν. Ο πραγματικός λόγος που ξεσκονίζονται όλα τα παλιά απατηλά όνειρα είναι πολύ πιο χοντροκομμένος: Αυτός ο πόλεμος τα έχει κάνει πολύ πιο κερδοφόρα μέσα σε μια νύχτα. Την εβδομάδα που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, το ευρωπαϊκό σημείο αναφοράς πετρελαίου, το αργό Brent, έφθασε τα 105 δολάρια το βαρέλι, τιμή που δεν έχει παρατηρηθεί από το 2014, και εξακολουθεί να κυμαίνεται πάνω από τα 100 δολάρια (αυτό είναι διπλάσιο από ό, τι ήταν στα τέλη του 2020).

Οι τράπεζες και οι εταιρείες ενέργειας προσπαθούν απεγνωσμένα να επωφεληθούν στο έπακρο από αυτό το ράλι τιμών, στο Τέξας, την Πενσυλβάνια και την Αλμπέρτα.

Όσο σίγουρα ο Πούτιν είναι αποφασισμένος να αναδιαμορφώσει τον μετα-ψυχροπολεμικό χάρτη της Ανατολικής Ευρώπης, τόσο είναι σίγουρο ότι αυτό το παιχνίδι εξουσίας στον τομέα των ορυκτών καυσίμων πρόκειται να αναδιαμορφώσει τον ενεργειακό χάρτη. Το κίνημα για την κλιματική δικαιοσύνη έχει κερδίσει μερικές πολύ σημαντικές μάχες την τελευταία δεκαετία. Έχει καταφέρει να απαγορεύσει την υδραυλική ρωγμάτωση σε ολόκληρες χώρες, κράτη και επαρχίες. Τεράστιοι αγωγοί όπως το Keystone XL έχουν μπλοκαριστεί. Το ίδιο και πολλοί τερματικοί σταθμοί εξαγωγής και διάφορες  γεωτρήσεις στην Αρκτική. Η ηγεσία των αυτοχθόνων έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο σχεδόν σε κάθε αγώνα. Και είναι αξιοσημείωτο ότι, από αυτή την εβδομάδα, 40 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ταμεία χρηματοδότησης και συντάξεων σε πάνω από 1.500 ιδρύματα έχουν δεσμευτεί για κάποια μορφή αποεπένδυσης από τα ορυκτά καύσιμα, χάρη σε μια δεκαετία επίμονης οργάνωσης για την αποεπένδυση.

Αλλά εδώ βρίσκεται ένα μυστικό που τα κινήματά μας συχνά κρύβουν ακόμα και από τον εαυτό τους: Από τότε που η τιμή του πετρελαίου έπεσε κατακόρυφα το 2015, πολεμάμε μια βιομηχανία που έχει το ένα χέρι δεμένο πίσω από την πλάτη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το φθηνότερο και ευκολότερα προσβάσιμο πετρέλαιο και φυσικό αέριο έχει ως επί το πλείστον εξαντληθεί στη Βόρεια Αμερική, οπότε οι σκληρές μάχες για νέα έργα αφορούν κυρίως μη συμβατικές, πιο δαπανηρές στην εξόρυξη πηγές: ορυκτά καύσιμα παγιδευμένα σε σχιστολιθικά πετρώματα, ή κάτω από τον πυθμένα στα βάθυ των ωκεανών, ή κάτω από τους πάγους της Αρκτικής, ή στην ημι-στέρεα λάσπη των πισσολιθικών άμμων της Αλμπέρτα.

Πολλά από αυτά τα νέα σύνορα ορυκτών καυσίμων έγιναν κερδοφόρα μόνο μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, γεγονός που έστειλε τις τιμές του πετρελαίου στα ύψη. Ξαφνικά, συνέφερε οικονομικά να κάνουμε αυτές τις επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων για να εξάγουμε πετρέλαιο από τον βαθύ ωκεανό ή να μετατρέψουμε τη λασπώδη άσφαλτο της Αλμπέρτα σε εξευγενισμένο πετρέλαιο. Τα χρόνια της άνθησης ήταν μπροστά μας, με τους Financial Times να περιγράφουν τη φρενίτιδα στην ασφαλτούχο άμμο ως «τη μεγαλύτερη έκρηξη πόρων της Βόρειας Αμερικής από τον «πυρετό του χρυσού στο Klondike».

Ωστόσο, όταν η τιμή του πετρελαίου κατέρρευσε το 2015, η αποφασιστικότητα της βιομηχανίας να συνεχίσει να αναπτύσσεται με τόσο ξέφρενο ρυθμό αμφιταλαντεύτηκε. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι επενδυτές δεν ήταν σίγουροι ότι θα έπαιρναν τα χρήματά τους πίσω, γεγονός που οδήγησε ορισμένους μεγάλους να υποχωρήσουν από την Αρκτική και την ασφαλτούχο άμμο. Και με τα κέρδη και τις τιμές των μετοχών να μειώνονται, οι διοργανωτές της αποεπένδυσης κατάφεραν ξαφνικά να κάνουν την υπόθεση ότι τα αποθέματα ορυκτών καυσίμων δεν ήταν απλά ανήθικα, ήταν μια άθλια επένδυση, ακόμη και με τους ίδιους τους όρους του καπιταλισμού.

Λοιπόν, οι ενέργειες του Πούτιν έχουν λύσει το χέρι πίσω από την πλάτη του Μεγάλου Πετρελαίου και το μετέτρεψαν σε γροθιά.

Αυτό εξηγεί το πρόσφατο κύμα επιθέσεων στο κίνημα για το κλίμα και σε μια χούφτα Δημοκρατικών πολιτικών που έχουν προωθήσει την επιστημονική δράση για το κλίμα. Ο Ρεπουμπλικάνος Τομ Ριντ, Ρεπουμπλικάνος από την Νέα Υόρκη, ισχυρίστηκε την περασμένη εβδομάδα ότι: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τους ενεργειακούς πόρους για να βγάλουν εξ ολοκλήρου τη Ρωσία από την αγορά πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά δεν χρησιμοποιούμε αυτούς τους πόρους λόγω της κομματικής υποχώρησης του προέδρου Μπάιντεν στους περιβαλλοντικούς εξτρεμιστές του Δημοκρατικού κόμματος.

Το ακριβώς αντίθετο είναι αλήθεια. Εάν οι κυβερνήσεις, στην διοίκηση τους είχαν υποστηρίξει ελπιδοφόρες πολιτικές τύπου Green New Deal κατά την τελευταία δεκαετία έστω και κατά το ήμισυ, και τις είχαν εφαρμόσει στην πραγματικότητα, ο Πούτιν δεν θα ήταν σε θέση να περιφρονήσει το διεθνές δίκαιο και τη κοινή γνώμη. Το παραβίασε όμως  με την πεποίθηση ότι θα εξακολουθεί να έχει πελάτες για τους ολοένα και πιο κερδοφόρους υδρογονάνθρακες του. Η βασική κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι ότι οι χώρες της Βόρειας Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης δεν κατάφεραν να κατασκευάσουν την υποδομή ορυκτών καυσίμων που θα της επέτρεπε να εκτοπίσει το ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο· Είναι ότι όλοι μας — οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Γερμανία, η Ιαπωνία —. εξακολουθούμε να καταναλώνουμε εξωφρενικές και ανυπόφορες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου, και ενέργειας γενικά.

Γνωρίζουμε το πώς θα βγούμε από αυτήν την κρίση: Αναβαθμίζοντας τις υποδομές για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τροφοδοτώντας τα σπίτια με αιολική και ηλιακή ενέργεια, εξηλεκτρίζοντας τα συστήματα μεταφορών μας. Και επειδή όλες οι πηγές ενέργειας έχουν οικολογικό κόστος, πρέπει επίσης να μειώσουμε τη ζήτηση για ενέργεια συνολικά, μέσω μεγαλύτερης αποδοτικότητας, περισσότερων μέσων μαζικής μεταφοράς και λιγότερο σπάταλης υπερκατανάλωσης. Το κίνημα για την κλιματική δικαιοσύνη το λέει αυτό εδώ και δεκαετίες. Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι πολιτικές ελίτ έχουν περάσει πάρα πολύ χρόνο ακούγοντας τους λεγόμενους περιβαλλοντικούς εξτρεμιστές, είναι ότι δεν μας έχουν ακούσει καθόλου.

Τώρα βρισκόμαστε σε μια παράξενη στιγμή, όπου μία μεγάλη συμφωνία κρίνεται. Η BP ανακοίνωσε την Κυριακή ότι θα πουλήσει το 20 τοις εκατό της συμμετοχής της στον Ρωσικό πετρελαϊκό κολοσσό Rosneft, και άλλοι ακολουθούν το παράδειγμά της. Αυτά είναι δυνητικά καλά νέα για την Ουκρανία, καθώς η πίεση σε αυτόν τον πιο κρίσιμο τομέα σίγουρα θα τραβήξει την προσοχή του Πούτιν. Ωστόσο, θα πρέπει επίσης να είμαστε σαφείς ότι αυτό είναι πιθανό να συμβεί μόνο επειδή η ΒΡ σχεδιάζει να επωφεληθεί πλήρως από τη φρενίτιδα πετρελαίου και φυσικού αερίου, των οποίων οι τιμές εκτινάσσονται, στη Βόρεια Αμερική και αλλού. «Η BP παραμένει πεπεισμένη για την ευελιξία και την ανθεκτικότητα του χρηματοοικονομικού της πλαισίου», διαβεβαίωσε τους παρατηρητές της αγοράς στο δελτίο Τύπου της ανακοινώνοντας την κίνηση για την Rosneft.

Είναι επίσης σημαντικό ότι τα νέα της BP ήρθαν λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του Γερμανού Καγκελάριου Όλαφ Σολτς ότι η χώρα του θα κατασκευάσει δύο νέους τερματικούς σταθμούς εισαγωγών για να παραλαμβάνει φορτία φυσικού αερίου, κλειδώνοντας περαιτέρω την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα εν μέσω κλιματικής έκτακτης ανάγκης. Οι Γερμανοί περιβαλλοντολόγοι αντιτίθενται εδώ και καιρό στους τερματικούς σταθμούς, αλλά τώρα προωθούνται υπό την σκιά του πολέμου και παρουσιάζονται ως ο μόνος τρόπος για να αναπληρωθεί το αέριο που ο Scholz είχε ανακοινώσει πρόσφατα ότι δεν θα ρέει μέσω του Nord Stream 2, του νεόδμητου αγωγού που βρίσκεται κάτω από τη Βαλτική Θάλασσα. Αυτή η κίνηση μετέτρεψε μία υπερσύγχρονη υποδομή ορυκτών καυσίμων σε μια τρύπα «11 δισεκατομμυρίων δολαρίων», σύμφωνα με τα λόγια του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Γραφείου της Globe and Mail, Έρικ Ρέγκουλι.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο τα έργα ορυκτών καυσίμων που πεθαίνουν και αναβιώνουν. «Διπλασιάζουμε τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», ανακοίνωσε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εν όψει της εισβολής της Ρωσίας. «Αυτό θα αυξήσει τη στρατηγική ανεξαρτησία της Ευρώπης στην ενέργεια».

Παρακολουθώντας αυτά τα γεωπολιτικά σκακιστικά πιόνια να κινούνται πάνω στη σκακιέρα μέσα σε λίγες μέρες σε όλους τους τομείς, μαζί με το τελευταίο κύμα δραματικών κυρώσεων κατά των ρωσικών τραπεζών και των αεροπορικών ταξιδιών, υπάρχουν πολλοί λόγοι να φοβηθούμε, συμπεριλαμβανομένης της επανάληψης των μέτρων που τιμωρούν τους φτωχούς για τα εγκλήματα των πλουσίων. Αλλά υπάρχουν και αναλαμπές αισιοδοξίας. Αυτό που είναι ενθαρρυντικό είναι λιγότερο η ουσία οποιασδήποτε μεμονωμένης κίνησης και περισσότερο η απόλυτη ταχύτητα και αποφασιστικότητά της. Όπως και στους πρώτους μήνες της πανδημίας, η απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας θα πρέπει να μας υπενθυμίσει ότι παρά την πολυπλοκότητα των οικονομικών και ενεργειακών συστημάτων μας, αποδεικνύεται ότι μπορούν ακόμα να μετασχηματιστούν από τις αποφάσεις απλών θνητών.

Αν η BP μπορεί να εγκαταλείψει το 20% της συμμετοχής της από μια μεγάλη ρωσική πετρελαϊκή εταιρεία, ποια επένδυση δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί, όταν διακυβεύεται η καταστροφή ενός κατοικήσιμου πλανήτη;

Αξίζει να σταθούμε σε κάποιες από τις επιπτώσεις. Εάν η Γερμανία μπορεί να εγκαταλείψει έναν αγωγό 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων επειδή ξαφνικά θεωρείται ανήθικος (ανέκαθεν ήταν), τότε όλες οι υποδομές ορυκτών καυσίμων που παραβιάζουν το δικαίωμά μας σε ένα σταθερό κλίμα θα πρέπει επίσης να συζητηθούν. Εάν η BP μπορεί να εγκαταλείψει το 20 τοις εκατό του μεριδίου της σε μια ρωσική πετρελαϊκή εταιρεία, ποια επένδυση δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί εάν προϋποθέτει την καταστροφή ενός κατοικήσιμου πλανήτη; Και αν ανακοινωθεί πως το δημόσιο χρήμα μπορεί να δοθεί για την κατασκευή τερματικών αερίου εν ριπή οφθαλμού, τότε σίγουρα δεν είναι πολύ αργά για να πολεμήσουμε για πολύ περισσότερη ηλιακή και αιολική ενέργεια.

Όπως έγραψε ο Bill McKibben στο εξαιρετικό ενημερωτικό του δελτίο την περασμένη εβδομάδα, ο Μπάιντεν θα μπορούσε να βοηθήσει σε αυτόν τον μετασχηματισμό, χρησιμοποιώντας δυνάμεις διαθέσιμες μόνο σε περιόδους έκτακτης ανάγκης, επικαλούμενος τον νόμο για την αμυντική παραγωγή για την κατασκευή μεγάλου αριθμού ηλεκτρικών αντλιών θερμότητας και τη μεταφορά τους στην Ευρώπη για να μετριάσουν τον πόνο της απώλειας ρωσικού αερίου. Αυτό είναι το δημιουργικό πνεύμα που χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή. Διότι αν χτίζουμε νέες ενεργειακές υποδομές — και πρέπει — σίγουρα θα πρέπει να είναι η υποδομή του μέλλοντος, όχι περισσότερη τοξική νοσταλγία.

Υπάρχουν πολλά μαθήματα που πρέπει να πάρουμε από την ανασφαλή εποχή στην οποία ζούμε. Έχει να κάνει με τους κινδύνους να επιτρέψουμε τα πυρηνικά όπλα να πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Έχει να κάνει με τη κοντόφθαλμη τάση να ντροπιάζουμε τις άλλοτε μεγάλες δυνάμεις, με τα τραγελαφικά δύο μέτρα και δύο σταθμά στα δυτικά μέσα ενημέρωσης σχετικά με το ποια εδάφη, και ποιες ζωές, αντιμετωπίζονται ως εισβάλλουσες και αναλώσιμες. Σχετικά με το ποιες καταναγκαστικές μεταναστεύσεις αντιμετωπίζονται ως κρίσεις για τους ανθρώπους που μετακινούνται και ποιες από αυτές αντιμετωπίζονται ως κρίσεις για τις χώρες στις οποίες μετακινούνται. Σχετικά με την προθυμία των καθημερινών ανθρώπων να πολεμήσουν για εδάφη — και για το ποιανού οι αγώνες για αυτοδιάθεση και εδαφική ακεραιότητα γιορτάζονται ως ηρωικοί και ποιοι από αυτούς θεωρούνται τρομοκρατικοί. Όλα αυτά είναι μαθήματα που πρέπει να μάθουμε ζώντας αυτή τη στιγμή της γυμνής ιστορίας.

Και πρέπει να μάθουμε και αυτό: Είναι ακόμα δυνατό για τους ανθρώπους να αλλάξουν τον κόσμο που έχουμε χτίσει όταν κινδυνεύει η ζωή και να το κάνουν γρήγορα και δραματικά. Όπως ήμασταν πριν από δύο χρόνια, όταν η πανδημία κηρύχθηκε για πρώτη φορά, βρισκόμαστε σε μια ακόμη τρομακτική αλλά εξαιρετικά εύπλαστη στιγμή.

Ο πόλεμος αναδιαμορφώνει τον κόσμο μας, αλλά το ίδιο ισχύει και για την επείγουσα κλιματική κρίση. Το ερώτημα είναι: Θα αξιοποιήσουμε τα εργαλεία άμεσης δράσης σε καιρό πολέμου για να λάβουμε πραγματικά μέτρα για το κλίμα, καθιστώντας μας όλους ασφαλέστερους για τις επόμενες δεκαετίες, ή θα επιτρέψουμε στον πόλεμο να προσθέσει περισσότερα καύσιμα σε έναν πλανήτη που ήδη καίγεται; Αυτή η πρόκληση τέθηκε πρόσφατα πιο έντονα από τη Svitlana Krakovska, μια Ουκρανή επιστήμονα που συμμετέχει στην ομάδα εργασίας της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος που εκπόνησε την έκθεση αυτής της εβδομάδας. Ακόμη και όταν η χώρα της βρισκόταν υπό την επίθεση του Κρεμλίνου, φέρεται να είπε στους επιστημονικούς συναδέλφους της σε μια διαδικτυακή συνάντηση ότι «η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή και ο πόλεμος κατά της Ουκρανίας έχουν τις ίδιες ρίζες, τα ορυκτά καύσιμα και την εξάρτησή μας από αυτά».

Η οργή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα πρέπει να μας υπενθυμίσει ότι η διεφθαρμένη επιρροή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου βρίσκεται στη ρίζα σχεδόν κάθε δύναμης που αποσταθεροποιεί τον πλανήτη μας. Την αυτάρεσκη έπαρση του Πούτιν την έφεραν το πετρέλαιο, το αέριο και τα πυρηνικά. Και τα φορτηγά που κατέλαβαν την Οτάβα για ένα μήνα, παρενοχλώντας τους κατοίκους και γεμίζοντας τον αέρα με αναθυμιάσεις και εμπνέοντας κομβόι μιμητών;  Ένας από τους ηγέτες της διαμαρτυρίας εμφανίστηκε στο δικαστήριο πριν από λίγες ημέρες φορώντας ένα φούτερ “I ♥ Oil and Gas”. Ξέρει ποιοι είναι οι χορηγοί του. Μόλις αρνηθείς την κλιματική κατάρρευση, το να αρνηθείς τις πανδημίες, τις εκλογές ή σχεδόν οποιαδήποτε μορφή αντικειμενικής πραγματικότητας είναι εύκολη υπόθεση.

Σε αυτό το ανεπτυγμένο στάδιο της συζήτησης, πολλά από τα παραπάνω έχουν ήδη γίνει κατανοητά. Το κίνημα για την κλιματική δικαιοσύνη έχει κερδίσει όλα τα επιχειρήματα ως προς την μετασχηματιστική δράση. Αυτό που κινδυνεύουμε να χάσουμε, στην ομίχλη του πολέμου, είναι το θάρρος μας. Επειδή τίποτα δεν αποσπά την προσοχή από το θέμα όσο η ακραία βία, ακόμη και η βία που επιδοτείται ενεργά από την ραγδαία άνοδο της τιμής του πετρελαίου. Για να αποφευχθεί αυτό, υπάρχουν πολύ χειρότερες επιλογές από το να εμπνευστούμε από την Krakovska, η οποία φαίνεται να είπε στους συναδέλφους της στη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος σε εκείνη τη συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών: «Δεν θα παραδοθούμε στην Ουκρανία. Και ελπίζουμε ότι ο κόσμος δεν θα σταματήσει να οικοδομεί ένα ανθεκτικό στην κλιματική αλλαγή μέλλον». Τα λόγια της συγκίνησαν τόσο τον Ρώσο ομόλογό της, ανέφεραν αυτόπτες μάρτυρες, που «έσπασε» την ιεραρχία και ζήτησε συγγνώμη για τις ενέργειες της κυβέρνησής του — μια σύντομη ματιά σε έναν κόσμο που κοιτάζει μπροστά, όχι πίσω.

*Μετάφραση Λίζα Αβραμίδου

Στα αγγλικά: Toxic Nostalgia, from Putin to Trump to the Trucker Convoys, The Intercept